-
1 περιορίζω
A mark by boundaries: set a limit, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Plu.2.226d; ἄνευ τοῦ περιορίζοντος without any boundary, ib.719e:—[voice] Pass.,ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα Id.Caes.58
;τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Luc.Salt. 37
.2. draw up the description of the boundaries of a property,π. τὴν χώραν OGI225.30
(Didyma, iii B. C.):—[voice] Pass., (Nicomedia, iii/iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιορίζω
См. также в других словарях:
περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… … Dictionary of Greek